συμπαθῆσαι

συμπαθῆσαι
συμπαθῆσαι
συμπαθέω
to be sympathetically affected: aor inf act
συμπαθέω
to be sympathetically affected: aor inf act

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπαθήσαι — συμπαθήσαῑ , συμπαθέω to be sympathetically affected aor opt act 3rd sg συμπαθήσαῑ , συμπαθέω to be sympathetically affected aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθῆσαι — συμπαθέω to be sympathetically affected aor inf act συμπαθέω to be sympathetically affected aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”